- χρησμοδοσία
- η предсказание, прорицание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρησμοδοσία — χρησμοδοσίᾱ , χρησμοδοσία a giving of oracles fem nom/voc/acc dual χρησμοδοσίᾱ , χρησμοδοσία a giving of oracles fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοδοσία — η, ΝΜΑ, και χρησμοδοτία Μ [χρησμοδότης] απαγγελία χρησμών, προφητεία … Dictionary of Greek
χρησμοδοσία — η προφητεία, χορήγηση χρησμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρησμοδοσίαις — χρησμοδοσία a giving of oracles fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμωδοτία — ἡ, Μ χρησμοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χρησμοδοτία / χρησμοδοσία κατ επίδραση τού χρησμῳδός] … Dictionary of Greek
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
χρησμοδοτία — ἡ, Μ βλ. χρησμοδοσία … Dictionary of Greek
χρησμολογία — η, ΝΑ [χρησμολόγος] χρησμοδοσία νεοελλ. 1. ενασχόληση με την ερμηνεία τών χρησμών 2. διατύπωση ακατανόητων λόγων … Dictionary of Greek
χρησμολόγημα — ήματος, τὸ, Μ [χρησμολογῶ] χρησμολογία, χρησμοδοσία … Dictionary of Greek